Στην επικράτεια των καπεταναίων και των αρχόντων της Σύμης, πανέμορφοι οικισμοί και σοκάκια με ιστορία σε κάνουν να εύχεσαι να «έδενες» στο πολύχρωμο λιμάνι την ώρα της δύσης.
Τότε που ο μισός οικισμός του Γιαλού αποσύρεται στη σκιά και ο άλλος μισός λαμπυρίζει στα μαβιά χρώματα του δειλινού.
Τόση είναι η ομορφιά της.Το ημερόπλοιο λύνει τους κάβους στην Κολόνα και οι μηχανές μουγκρίζουν ρυθμικά, έτοιμες για το ωριαίο ταξίδι έως τη γειτονική Σύμη.
Οι προπέλες ανακατώνουν τα νερά και η Ρόδος ολοένα και μικραίνει στον ορίζοντα.Πιο κοντά βρίσκονται πλέον τα μικρασιατικά παράλια, γεγονός που -εν μέρει- αιτιολογεί το18 ωρών ταξίδι που εναλλακτικά έχει ως αφετηρία το λιμάνι του Πειραιά.
Είναι αλήθεια, πιο εύκολο, να φτάσεις στη Σύμη μέσω Ρόδου. Αποτελεί, άλλωστε, έναν προορισμό που πρέπει να επισκεφτείς άπαξ και βρεθείς στο νησί του Ηλίου.
Συμιακοί και Ροδίτες είναι παλιοί «γνωστοί» και έχουν διατηρήσει τους επαγγελματικούς δεσμούς που χρόνια τους ένωναν, γεμίζοντας καθημερινά το πλοίο της γραμμής.
Μπλεγμένοι, παλιοί και νέοι επισκέπτες, αναμένουν καρτερικά τα φουγάρα να σφυρίξουν με νόημα. Μόνον τότε το κατάστρωμα γεμίζει από όσους διψούν για μια πρώτη εικόνα των ξακουστών για την ομορφιά τους, αμφιθεατρικά κτισμένων σπιτιών του Γιαλού.
Το πολύχρωμο θέαμα επιβεβαιώνει τις φήμες. Σαν βγαλμένα από το καβαλέτο κάποιου επίδοξου ζωγράφου, δίπατα και τρίπατα αρχοντικά ξεπηδούν από το βραχώδες τοπίο.
Με πόση αυθάδεια στέκουν επιβλητικά, θωρώντας μας από τα σιδερένια μπαλκόνια τους, όλους εμάς, που κοντοστεκόμαστε να τα απολαύσουμε, από όλες τις δυνατές οπτικές γωνίες…Ηδη από τα ομηρικά χρόνια, αναφέρεται η συμμετοχή του νησιού στον Τρωικό πόλεμο. Ο δε Γλαύκος, ο πρώτος κάτοικος της Σύμης, ορίζει σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, όχι μόνο το όνομα αλλά και τη μετέπειτα ιστορία της.
Δεινός κολυμβητής και έμπειρος ναυπηγός, κλέβει την ομώνυμη κόρη του βασιλιά της Ρόδου Ιαλυσού, σφραγίζοντας μια για πάντα τη μοίρα του τόπου. Η στενή σχέση με τη θάλασσα είναι γεγονός και σηματοδοτεί την καλπάζουσα ακμή στη ναυπηγική, τη ναυτιλία και τη σπογγαλιεία.
Κατακτητές πολλοί ζήλεψαν την ομορφιά της αλλά, παραδόξως, ως χρυσή εποχή της νοείται η τουρκοκρατία. Βλέπετε, ο Σουλτάνος παραχώρησε όχι μόνο σημαντικές φοροαπαλλαγές στους κατοίκους, αλλά και μια πρωτοφανή αυτονομία.
Στους αιώνες που ακολουθούν, η Σύμη εξελίσσεται σε ναυτική δύναμη που κυριαρχεί στη Μεσόγειο, ενώ στις αρχές του 20ου αιώνα ανακηρύσσεται σε πρωτεύουσα των Δωδεκανήσων.
Οι καραβομαραγκοί απολαμβάνουν την αποδοχή όλων και σταδιακά εγκαινιάζεται, με μοντέρνες για την εποχή μεθόδους (σκάφανδρα και καταδυτικά μηχανήματα!), η δεύτερη πηγή πλούτου της, η σπογγαλιεία.Σήμερα, δυστυχώς, οι σφουγγαράδες έχουν εκλείψει παντελώς από το νησί, η πραμάτεια που φιγουράρει στους παραθαλάσσιους πάγκους είναι ως επί το πλείστον καλυμνιώτικης προέλευσης και τα μοναδικά ίχνη της εξαιρετικής ποιότητας συμιακών σκαριών αποτυπώνονται στον παλιό ταρσανά της συνοικίας Χαράνι – δεξιά του λιμανιού.
Οι κάποτε 25.000 κάτοικοι του νησιού σήμερα αριθμούν μόλις τους 2.500 και οι περισσότεροι εξ αυτών είναι συγκεντρωμένοι στα δυο τμήματα της πρωτεύουσας· τον Γιαλό (ο νεότερος οικισμός) και το Χωριό (Ανω Σύμη). Αν και ολόκληρο το νησί έχει χαρακτηριστεί διατηρητέος οικισμός, η πρώτη και σημαντικότερη επαφή γίνεται στο λιμάνι που αντανακλά αριστουργηματικά το ένδοξο παρελθόν της.
Μια πανοραμική εικόνα είναι αρκετή για να κατατοπιστείς. Αλλωστε, η διαφορετικότητα είναι καθόλα εμφανής σε τούτη την ασυνήθιστη για τα νησιώτικα δεδομένα νεοκλασική πολιτεία.Το Ρολόι μετρά αδιάκοπα τα λεπτά στην είσοδο του λιμανιού, η Ευαγγελίστρια σε «προσκαλεί» να θαυμάσεις το επιβλητικό καμπαναριό της, οι Μύλοι με το Ποντικόκαστρο στην αριστερή κορφή του λόφου οριοθετούν τη ματιά. Λίγα μέτρα παρακάτω, ένα γραφικό λιθόστρωτο γεφύρι συνδέει τις δυο άκρες του λιμανιού. Το «καλντερίμι» συγκεντρώνει δεξιά και αριστερά του δεκάδες ψαροταβέρνες, τουριστικά μαγαζιά, cafe και έναν παραδοσιακό φούρνο που προμηθεύει ντόπιους και περαστικούς με αχνιστά αρτοσκευάσματα και φρεσκοψημένο ψωμί.Περπατώντας έρχεσαι αντιμέτωπος με σημεία αναφοράς της σύγχρονης ιστορίας.
Το κτίριο της Αστυνομίας θυμίζει εποχές της Ιταλοκρατίας, η πρώην οικία Καμψοπούλου -σήμερα ξενοδοχείο- μνημονεύει την υπογραφή της παράδοσης του νησιού από τους Γερμανούς στους συμμάχους, ενώ, πίσω από τον Κάμπο- την κεντρική πλατεία του Γιαλού-, ορθώνεται το Ναυτικό Μουσείο.
Η ευμάρεια που έζησε η Σύμη, ο πλούτος που συσσωρεύτηκε στο νησί αλλά και η καλαισθησία των πολυταξιδεμένων αρχόντων γίνονται ορατά σε κάθε βήμα. Ειδικά μόλις ξεκινήσεις την ανάβαση των 500 σκαλοπατιών, της Καλής Στράτας∙ του ονομαστού παλιού εμπορικού δρόμου Γιαλού – Χωριού.
Φυσικά, υπάρχει και δρόμος που οδηγεί εκεί ψηλά και σε γλιτώνει απ’ το λαχάνιασμα, αλλά έτσι χάνεται η ουσία…Χρώμα παντού, αρμονία γραμμών και όγκων, συμμετρία αρχιτεκτονικών στοιχείων και πανέμορφες βοτσαλωτές αυλές… Βρίσκεσαι πια στη δικαιοδοσία των καπεταναίων και των αρχόντων και όλα είναι σαν να φτιάχτηκαν να στο υπενθυμίζουν. Κοιτάς ψηλά και ανακαλύπτεις το χαρακτηριστικό «μάτι του βοδιού», ένα αέτωμα κάτω από τις κεραμοσκεπές των σπιτιών, που αν και χρησίμευε ως αεραγωγός, είχε και μια λιγότερη χρηστική ιδιότητα· να διώχνει το κακό μάτι!
Να φανείς τυχερός -τύχη και αναπάντεχη ομορφιά πάνε μαζί!-και όλο και κάποιος πρόθυμος θα βρεθεί να σου «ανοίξει» το σπίτι. Προφυλαγμένος απ’ τον ήλιο, στην αγκαλιά των παραδοσιακών εσωτερικών, θα δεις ξυλόγλυπτα έπιπλα λαϊκής τέχνης και σοφάδες σε περίοπτη θέση, καθρέφτες και τοιχογραφίες να στολίζουν τοίχους και ταβάνια.
Ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει προ πολλού, πίσω από τα καφετιά, γαλαζωπά και λαδί πορτοπαράθυρα. Εναλλακτικά, υπάρχει πάντα το Αρχαιολογικό-Λαογραφικό Μουσείο.Κάπου στο κέντρο του Χωριού, στην πλατεία Συλλόγου, το σκηνικό παραμένει λιτό. Ενα ψιλικατζίδικο βγαλμένο από τα «παλιά», μετρημένα στα δάχτυλα γραφικά καφενεία και ταβέρνες «χωμένες» σε φιδογυριστά καλντερίμια.
Πολυάριθμες εκκλησιές με παράξενα επίθετα (Χαριτωμένη, Λεμονίτισσα κ.ά.) συνιστούν τις εκάστοτε γειτονιές ενώ, στην κορυφή του λόφου, «πρωτοστατούν» το κάστρο και ο ναός της Μεγάλης Παναγιάς, τα ιδανικά σημεία για πανοραμική, ανεμπόδιστη θέα…α ερειπωμένα σπίτια αναστυλώνονται το ένα μετά το άλλο και η ενεργή παρουσία των ντόπιων μαστόρων συναινεί στη διαφύλαξη του τοπικού χρώματος. Ξυλουργοί, σιδεράδες, μαρμαράδες και φαναρτζήδες κοπιάζουν αφοσιωμένοι πίσω από ορθάνοιχτες πόρτες, συντηρώντας με μεράκι παράδοση και ιστορία.Ο σημαντικότερος εσωτερικός -και όχι μόνο διάκοσμος- ξακουστός έως τα πέρατα της οικουμένης, βρίσκεται στην Ιερά Μονή του Αρχοντα Μιχαήλ του Πανορμίτη, νότια του νησιού. Ο προφυλαγμένος, σαν λιμνοθάλασσα, όρμος είναι προσβάσιμος με καραβάκι ή αυτοκίνητο.Μάλιστα, αν επιλέξεις το δεύτερο, θα ανακαλύψεις την ομορφότερη διαδρομή της ενδοχώρας…
Πλήθη προσκυνητών συρρέουν εδώ από τα μεσαιωνικά κιόλας χρόνια -οπότε τοποθετείται η ίδρυσή της- για να θαυμάσουν τη θαυματουργή εικόνα που «βρήκε» τον δρόμο της στα ενδότερα. Ντυμένη με ασήμι και χρυσό, περιβάλλεται από αφιερώματα που ως εκ θαύματος βρίσκουν και αυτά τον δρόμο τους στον γαλήνιο κόλπο.Οσοι πιστοί προσέλθετε ή απλώς σφραγίστε καλά το τάμα σας σε ένα δοχείο και ρίξτε το στη θάλασσα. Μόνο να είστε σίγουροι για την υπόσχεσή σας, αφού, όπως λέγεται, το «δέμα» φτάνει πάντα στο ξακουστό μοναστήρι και ο «κλέφτης» Πανορμίτης καταφέρνει πάντα να «παίρνει» τα τάματα που δεν αποδίδονται!