Η καλλιέργεια της χουρμαδιάς είναι τόσο παλιά όσο και ο ίδιος ο πολιτισμός. Λαοί από την Αρχαία Αίγυπτο μέχρι το σύγχρονο Μεξικό έχουν καλλιεργήσει τα δέντρα αυτά για τη διατροφική τους αξία και τις ιδιότητες που συμβάλλουν σε μια καλή υγεία. Οι κάτοικοι της Μεσοποταμίας καλλιέργησαν τις χουρμαδιές ως βασικό αγαθό πριν από 7000 χρόνια. Οι ανασκαφές δείχνουν ότι τα δέντρα αυτά αναπτύχθηκαν στην Αίγυπτο την ίδια εποχή.
Η γεωγραφική θέση και η χρονική συγκυρία έβαλαν τη χουρμαδιά στο κέντρο της μετακίνησης της ανθρωπότητας από τις νομαδικές στις γεωργικές καλλιέργειες.
Τα χαρακτηριστικά που έκαναν δημοφιλείς τις χουρμαδιές σε αυτούς τους πρώτους αγρότες, επέτρεψαν στο ιδιαίτερο αυτό φρούτο να εξαπλωθεί σε όλο τον κόσμο. Μεταφέρθηκε δυτικά στη Βόρεια Αφρική και ανατολικά στην Ινδία, τόσο μέσω της επέκτασης της καλλιέργειας όσο και μέσω των στρατιωτών, των εμπόρων και των μεταναστών που έπαιρναν τους πλούσιους σε ενέργεια χουρμάδες μαζί τους σε μεγάλες διαδρομές και πέταγαν τα κουκούτσια τους, αφού έτρωγαν τη σάρκα.
Πιο πρόσφατα, οι εξερευνητές, οι έμποροι και οι ιεραπόστολοι πέρασαν τους χουρμάδες πέρα από τους ωκεανούς και η κατανάλωση του φρούτου εξαπλώθηκε και εκτός Ευρασίας, φθάνοντας και στην Αμερική.
Η ανθεκτικότητα του δένδρου, ιδιαίτερα η ικανότητά του να επιβιώνει σε ένα ευρύ φάσμα θερμοκρασιών και να αναπτύσσεται ακόμη και σε άγονα εδάφη, ήταν ένας ακόμη λόγος της εξάπλωσής του.
Τα τελευταία χρόνια, η έρευνα σχετικά με τα συστατικά των χουρμάδων προσέφερε μια επιστημονική βάση για τα θρεπτικά οφέλη της κατανάλωσής τους που είχαν υπόψη τους οι προηγούμενες κοινωνίες. Αυτές οι μελέτες έδειξαν ότι οι χουρμάδες είναι μια καλή πηγή φυτικών ινών και σημαντικών ορυκτών, όπως το κάλιο, το μαγνήσιο, ο χαλκός, το ασβέστιο και ο σίδηρος.
Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι οι μελέτες έχουν επίσης αναγνωρίσει όλα όσα παραδοσιακά πιστεύονταν σχετικά με το ενεργειακό περιεχόμενο των φρούτων αυτών.
Οι υδατάνθρακες μπορούν να αντιπροσωπεύουν πάνω από το 70% ενός χουρμά, ανάλογα με την ποικιλία και την καλλιέργεια. Αυτό εξηγεί γιατί ήταν τόσο προσφιλείς στους αρχαίους ταξιδιώτες και αιτιολογεί επίσης γιατί η σάρκα τους μπορεί να χρησιμεύσει ως υπόστρωμα για την παραγωγή σακχάρων.
Σήμερα, με την ευαισθητοποίηση απέναντι στη λευκή ζάχαρη και την παχυσαρκία, ορισμένες εταιρείες συνδυάζουν τις παραδοσιακές γνώσεις για τους χουρμάδες με τις σύγχρονες μεθόδους παραγωγής για να εκχυλίσουν, να εξαγάγουν και να κρυσταλλώσουν τους φυσικούς σακχαρίτες που περιέχονται στα φρούτα και να παράγουν μη-επεξεργασμένα, φυσικά γλυκαντικά που εξακολουθούν όμως να έχουν ωραία γεύση.
Πολλοί είναι εκείνοι που παράγουν επίσης μια σπιτική έκδοση της ζάχαρης από χουρμάδες ή ακόμα και σιρόπι. Επειδή χρησιμοποιούνται ολόκληροι οι χουρμάδες για την παραγωγή της σπιτικής ζάχαρης, η παρουσία ινών αφήνει ένα μικρό υπόλειμμα που δεν θα διαλυθεί σε ζεστά υγρά ή κατά το ψήσιμο κάποιων προϊόντων.
Έχει μια γλυκιά γεύση που μοιάζει με καραμέλα και είναι πολύ πιο ξεχωριστή από την καστανή ζάχαρη, αν και έχει παρόμοια εμφάνιση.
Η κρυσταλλική ζάχαρη από χουρμάδες που παράγουν τα τελευταία χρόνια διάφορες εταιρείες βασίζεται σε μια διαδικασία που διαχωρίζει τα μέρη των σακχάρων (γλυκόζη και φρουκτόζη) και τα κρυσταλλοποιεί χωρίς να τροποποιεί τη φύση τους.
Το αποτέλεσμα είναι μια λευκή κρυσταλλική σκόνη, πολύ διαλυτή στο νερό, με ουδέτερη ή ελαφρώς φρουτώδη και γλυκιά γεύση. Έχει 100% φυσική φυτική προέλευση και δεν περιέχει καθόλου GMOs, αλλεργιογόνα ή γλουτένη.
Με τα σάκχαρα των φρούτων, οι βιομηχανίες και οι κατασκευαστές από τους κλάδους των τροφίμων και των καλλυντικών έχουν την ευκαιρία να καινοτομήσουν, βελτιώνοντας το προφίλ τους όσον αφορά τα «καθαρά», φυσικά προϊόντα που μπορούν να ρίξουν στην αγορά.
Η ζάχαρη από χουρμάδες μπορεί επίσης να αποτελέσει βασικό συστατικό σε μαρμελάδες, παγωτό, γιαούρτι, καραμέλες, μπισκότα καθώς και αλκοολούχα και ενεργειακά ποτά αλλά και συμπληρώματα διατροφής.
Φωτεινή Πουρνάρα