Όχι…
Η θεωρία πίσω από αυτά τα τεστ είναι πως ο οργανισμός μας δεν μπορεί να μεταβολίσει αποτελεσματικά κάποια τρόφιμα, τα οποία είναι υπεύθυνα για την αύξηση του σωματικού βάρους και το πρόβλημα θα λυθεί οριστικά αν απλώς αφαιρέσουμε τα εν λόγω τρόφιμα από το διαιτολόγιό μας. Τα πράγματα όμως δεν είναι ακριβώς έτσι….
Στις τροφικές δυσανεξίας το σώμα αντιδρά σε ένα τρόφιμο, όχι ενεργοποιώντας το ανοσοποιητικό, όπως στις κοινές αλλεργίες, αλλά μέσω φυσικών και χημικών μηχανισμών. Ο λόγος που συμβαίνει είναι η ατομική ευαισθησία σε κάποια συστατικά των τροφών (πράγμα εντελώς φυσιολογικό). π.χ. στην καφεΐνη (καφές, το τσάι, σοκολάτα), στις αφλατοξίνες (φασόλια, ρεβίθια), στην ισταμίνη (αλκοόλ, τυριά υψηλής ωρίμανσης, καπνιστά, όσπρια, θαλασσινά, κακάο, ξίδι).
Προσοχή στα εξής 2 σημεία:
1. Το ότι το σώμα αντιδρά ΔΕΝ σημαίνει ότι παχαίνουμε, όπως λανθασμένα υποστηρίζουν οι οπαδοί των τεστ δυσανεξίας, απλώς μπορεί να βιώσουμε δυσάρεστες ενοχλήσεις – συμπτώματα, π.χ. γαστρεντερική δυσφορία, πόνος κ.λπ. Ο λόγος που πολλοί άνθρωποι ισχυρίζονται ότι χάνουν βάρος όταν αποκλείουν από τη διατροφή τους τα υποτιθέμενα «ένοχα» τρόφιμα, δεν είναι επειδή αφαίρεσαν από τη διατροφή τους το μαρούλι ή το σπανάκι, αλλά επειδή τους υπέδειξαν να αφαιρέσουν και τη γλουτένη, άρα τα περισσότερα δημητριακά και τρόφιμα που περιέχουν αλεύρι, τις πατάτες ή τη ζάχαρη, δηλαδή ενεργειακά πυκνά τρόφιμα.
2. Ακόμα και η διάγνωση των τροφικών υπερευαισθησιών γίνεται με ΛΑΘΟΣ ΤΡΟΠΟ.
ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΜΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΠΟΥ ΝΑ ΣΥΝΔΕΕΙ ΤΗΝ ΤΡΟΦΙΚΗ ΥΠΕΡΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ.
Οι μέθοδοι με τις οποίες τίθεται τελικά η διάγνωση είναι οι εξής:
1. Εξέταση αίματος IgG αντισωμάτων. Αυτή η εξέταση αίματος ανιχνεύει αντισώματα IgG που υπάρχουν στο η αίμα. Θεωρείται ότι αύξηση των IgG κατόπιν κατανάλωσης ενός τροφίμου υποδηλώνει υπερευαισθησία στο τρόφιμο αυτό. Στο παρόν δεν υπάρχουν πειστικά στοιχεία που να υποστηρίζουν αυτή τη δοκιμή, και δεν συνιστάται ως διαγνωστικό εργαλείο.
2. Κινησιολογία: Βασίζεται στην ιδέα ότι ορισμένα τρόφιμα προκαλούν μια ανισορροπία της ενέργειας στο σώμα, που ανιχνεύεται από τη δοκιμή της απόκρισης του μυός. Το άτομο κρατά το ύποπτο τρόφιμο που βρίσκεται σε ένα γυάλινο φιαλίδιο και ο επαγγελματίας υγείας ελέγχει την ανταπόκριση των μυών. Το αποτέλεσμα μπορεί να οδηγήσει στο να αποκλειστούν πολλά τρόφιμα από τη διατροφή, ωστόσο μελέτες δείχνουν ότι αυτή η δοκιμή δεν είναι τίποτα παραπάνω από καθαρή τύχη.
3. Ανάλυση τρίχας: μια μικρή τούφα από τα μαλλιά στέλνεται σε ένα εργαστήριο και τα ενεργειακά πεδία στα μαλλιά σαρώνονται. Τα αποτελέσματα συγκρίνονται με άλλα δεδομένα για τον προσδιορισμό ενός τροφική υπερευαισθησία. Δεν έχει επιστημονική βάση.
4. Λευκοκυτταρικό ή κυτταροτοξικό τεστ: είναι ένα τεστ αίματος όπου τα λευκά αιμοσφαίρια αναμειγνύονται με το ύποπτο τρόφιμο και αν διογκωθούν αυτό υποδηλώνει πιθανή υπερευαισθησία στο τρόφιμο. Δεν έχει επιστημονική βάση.
5. Δοκιμή παλμού: στην περίπτωση αυτή λαμβάνεται ο παλμός έχει ληφθεί πριν την κατανάλωση φαγητού και έπειτα 15 λεπτά μετά την κατανάλωσή του. Αύξηση 10 παλμών ανά λεπτό υποδηλώνει τροφική δυσανεξία. Δεν έχει επιστημονική βάση.
6. Ηλεκτροδερματικό (Vega) τεστ: μετρά την ηλεκτρομαγνητική αγωγιμότητα στο σώμα. Το ένοχο τρόφιμο θα παρουσιάσει μια πτώση στην ηλεκτρομαγνητική αγωγιμότητα. Δεν έχει επιστημονική βάση.
Η μόνη μέθοδος που μπορεί να βοηθήσει στον εντοπισμό κάποιος τροφικής δυσανεξίας είναι ο αποκλεισμός του ένοχου τροφίμου και η επανα-εισαγωγή του με συγκεκριμένη διαδικασία από ειδικό διαιτολόγο.
Κάθε εναλλακτικό τεστ αναγνώρισης τροφικής υπερευαισθησίας πρέπει να αποφεύγεται καθώς ΔΕΝ υπάρχει επιστημονική τεκμηρίωση γύρω από την αξιοπιστία και αποτελεσματικότητά του.
Υπάρχει κίνδυνος από αυτά τα τεστ;
Καθίσταται σαφές ότι αυτές οι εναλλακτικές δοκιμές αναγνώρισης τροφικών υπερευαισθησιών μπορεί να οδηγήσουν στον αποκλεισμό μεγάλων ομάδων τροφίμων από το διαιτολόγιο του ατόμου, τις περισσότερες φορές χωρίς λόγο. Αυτό συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης διαταραχών στο θρεπτικό ισοζύγιο, ακόμα και δυσθρεψία. Ακόμα όμως και όταν η υπερευαισθησία υπάρχει και αναγνωριστεί με κάποια αξιόπιστη μέθοδο, και εδώ το διαιτολόγιο πρέπει να καταρτιστεί σωστά και ισορροπημένα με τη βοήθεια ειδικού διαιτολόγου ώστε να εξασφαλιστεί η κάλυψη των θρεπτικών αναγκών του ατόμου.
Η Έφη Κολοβέρου είναι Κλινική Διαιτολόγος, Υποψήφια Διδάκτωρ του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου και μπορεί να σας βοηθήσει να ρυθμίσετε τη διατροφή σε μια πληθώρα κλινικών καταστάσεων και να βελτιώσετε την υγεία σας!